- υποδέρμωση
- και παλαιότερος όρος υποδερμάτωση, η, Ν(κτην.) πάθηση τών βοοειδών, κυρίως, που προκαλείται από την ανάπτυξη προνυμφών τής τριχωτής μύγας υπόδερμα στον συνδετικό ιστό τών ζώων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypodermosis (< υπ(ο)-* + δέρμα + κατάλ. -ωση)].
Dictionary of Greek. 2013.